πολυφόρητος

πολυφόρητος
-ον, Μ
1. αυτός που φέρνει πολλά
2. αυτός που περιφέρεται, που τριγυρίζει πολύ σε διάφορα μέρη
3. συνεκδ. αυτός που είναι πολύ γνωστός, πασίγνωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + φορητός (< φέρω), πρβλ. υψι-φόρητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυφόρητον — πολυφόρητος bearing much masc/fem acc sg πολυφόρητος bearing much neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”